- υποφαινόμενος
- -η, -ο, Νβλ. υποφαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποφαινόμενος — η, ο 1. αυτός που υπογράφει σε έγγραφο, ο υπογραμμένος: Έλαβα ο υποφαινόμενος τρεις χιλιάδες ευρώ κτλ. 2. εγώ: Ποιος μίλησε; –Ο υποφαινόμενος (κατάχρηση στον προφορικό λόγο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποφαινόμενος — ὑποφαίνω bring to light from under pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποφαίνω — ὑποφαίνω ΝΑ [φαίνω] νεοελλ. (η μέσ. μτχ. ενεστ.) ο υποφαινόμενος, η υποφαινομένη α) αυτός που υπογράφει σε έγγραφο, ο υπογεγραμμένος («ο υποφαινόμενος... δηλώνω ότι...») β) (καταχρ. συν. ειρωνικά στον προφορικό λόγο) εγώ αρχ. 1. φανερώνω, κάνω να … Dictionary of Greek